Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Κώστας Βάρναλης: Το Φως που πάντα Καίει…

Υπάρχουν εποχές που δεν σου αφήνουν πολλά καλά, για να θυμάσαι. Ξεχωρίζουν τότε οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στους καιρούς, κι είναι μ’ έναν τρόπο, πάντοτε παρόντες και παρούσες: Στις 16 Δεκεμβρίου 1974, έφυγε αυτός που για το πολυσχιδές, άνισο μα και απόλυτα υπαρκτό και σεβαστό λαϊκό αριστερό κίνημα των χρόνων του ήταν γνωστός ως «μπαρμπα Κώστας», γνωστός και στους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους ως ο ποιητής Κώστας Βάρναλης.
Γεννημένος στο Μπουργκάς της σημερινής Βουλγαρίας (Πύργος) και σπουδαγμένος στη Φιλιππούπολη, (Πλόβντιβ) σημαδεύεται ως έφηβος από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Υπηρέτησε στην εκπαίδευση και μάλιστα για κάποια χρόνια στην ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Σημαντική για την διαμόρφωση της κοινωνικής και παρεπόμενα της ποιητικής συνείδησής του υπήρξε η φοίτηση του στο περίφημο Διδασκαλείο του Δ. Γληνού (σε εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν ακριβώς αυτονόητο, αφού είχαμε στη παιδεία μεγάλους διωγμούς).

Η γνωριμία του με τα άγρια πεδία των μαχών του Β' Βαλκανικού Πολέμου και η συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι, τον οδήγησαν τόσο μέσω της εμπειρίας όσο και μέσω της κριτικής γνώσης και σκέψης, στην αποδοχή του μαρξισμού, όπως φαίνεται στον Προσκυνητή, την «στροφή» του έργου του:
Μς στ σιωπ σ᾿ ργαζόμουν, Καράβι,
ς τ χρυσ κουκούλι της κάμπια·
κα
φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ νάβει
τ
κορμί, τ κατάρτι σου κ᾿ γάμπια·
κα
νά σου λόρτο στθος, πο θραύει
τ
πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Κα
κάθε ξύλο, ς γεύτηκε το αλάτι,
γινε Νος κα Θέληση και Μάτι.
Ενώ το 1921 γράφει το εκπληκτικό «Το φως που Καίει» ικανός για τους πλέον ρωμαλέους και τους πιο απίστευτα λυρικούς στίχους:
Ν σ᾿ γναντεύω, θάλασσα, ν μ χορταίνω
π᾿ τ βουν ψηλ
στρωτ
κα καταγάλανη κα μέσα ν πλουταίνω
π᾿ τ μαλάματά σου τ πολλά…
…/τσι ν στέκω, θάλασσα, παντοτειν ρωτά μου
μ
μάτια ν σ χαίρομαι θολ
κα
νά ναι τ μελλούμενα στν πλα σου μπροστά μου,
πίσω κι
᾿ λάργα βάσανα πολλά.
«...Xαιρόμουν να ζω στην ωραία εποχή των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων και στο Φως που Kαίει του Bάρναλη...» γράφει ο Γ. Pίτσος στο Tερατώδες αριστούργημα.
Ο Βάρναλης, πια καταξιωμένος, δεν ξεχνά την ταξική καταγωγή του ούτε και την βασική ιδεολογική επιλογή του και πορεύεται στο πλάι των αγώνων του ελληνικού εργατικού κινήματος, δημιουργώντας ανάμεσα σε άλλα ποιήματα θρύλους όπως τους Μοιραίους – γραμμένους σε μια υπόγεια ταβέρνα στην Πλάκα ― την χιλιοτραγουδισμένη Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, ή τον Οδηγητή, που αποτελούν συμπυκνωμένη καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής και των ελπίδων που γέννησε, ελπίδες που παρόλο που –κυνηγημένες― κακοφόρμισαν παραμένουν ως ισχυρή παρακαταθήκη στους μελλούμενους.
Ξεχωριστό κεφάλαιο της γνήσιας από μέρους του αποδοχής της λαϊκής κουλτούρας και της ποιητικής μαστοριάς του ταυτόχρονα, υπήρξε η συχνή χρήση όχι της απόμακρης, ενίοτε ειρωνικής θεωρητικής γλώσσας μιας (με τα δικά της πλεονεκτήματα αλλά και ισχυρά μειονεκτήματα) «αστικής» αριστεράς, αλλά των θαυμαστών μοτίβων της λαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, μέσα από ένα όχι ακίνητο αλλά ανατρεπτικό πρίσμα:
Πο ν σ κρύψω, γιόκα μου, ν μ σ φτάνουν ο κακοί;
Σ
ποι νησ το κεανο, σ ποι κορφν ρημική;
Δ
θ σ μάθω ν μιλς κα τ᾿ δικο φωνάξεις.
Ξέρω π
ς θχεις τν καρδι τόσο καλή, τόσο γλυκή,
πο
μ τ βρόχια τς ργς ταχι θεν σπαράξεις. (από το περίφημο οι Πόνοι της Παναγιάς)
Κανε
ς (κα πλήθη κα σοφο κα μαθητάδες κα γονιοί)
δ
ν ξάνοιγε τ σπαραγμ στ θάματά σου πίσω.
Κι
᾿ ν πρόσμενες τ λυτρωμό σου π τν δικη θανή,
γ μονάχα τό νιωσα, πο μουνα λάσπη κα κοινή,
πόσο, Χριστέ
σουν νθρωπος! Κι᾿ γ θ σ᾿ ναστήσω! (Μαγδαληνή)
Μ
γιατί ν σταθς ν σ πιάσουν! Κι᾿ κόμα
σ
ρωτήσανε: «Ποις Χριστός;» τί πες «Νά με!»
χ! δν ξέρει τί λέει τ πικρό μου τ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δ
σ᾿ μαθ᾿ κόμα! (Η Μάνα του Χριστού)
Έτσι, ανθρωποποιώντας τον Θεό (ισχυρή παράδοση αυτού του τόπου) μεγαλύνει, θεοποιεί ταυτόχρονα και τον άνθρωπο, αναδεικνύοντας την φαλκίδευση του (σεβαστού) θρησκεύεσθαι από τους (ανάξιους σεβασμού συνήθως) πολιτικούς και θρησκευτικούς ταγούς:
Σαράντα λύκοι μ προβι (γι᾿ ατος χτυπ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι
π ρεβάμενοι βαθι ξαπλώσανε στ τζάκι,
κι
βάσταγες νιώσανε φαγορες στ μπατζάκι.
ξ᾿ κοσμάκης φώναζε: «Πεινμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι κα
γερόντισσες, παιδάκια κα μητέρες
κ
᾿ ο τν πίγειων γαθν σφιχτο νοικοκυρέοι
νοξαν τ παράθυρα κα κράξαν: «Εστε θέοι». (Πρωτοχρονιάτικο)
Η ίδια προσέγγιση σεβασμού της παράδοσης και δημιουργικής μεταστοιχείωσής της υπάρχει και στα αρχαιοελληνικά μοτίβα, όπως φαίνεται στην Απολογία του Σωκράτη, ενώ δεν λείπουν από την ευγενική πένα του και η χολή που ταιριάζει στην χυδαιότητα της δήθεν δημοκρατικής εξουσίας:
Ν μν κούω κα ν μ βλέπω ν πατ.
Ν
μ νογάω κα νά χω τ στόμα βουλωτό.
Ν
μ μ φαρμακών᾿ μπόχα το καιρο μου.
Χωρ
ς ατι κα μάτια, μύτη κα μυαλό,
μουγκ
ς ν πηαίνω, ποτε μο ρθει, πρς νερο μου,
κι
μα τσινάει Γάϊδαρος ν μ γελ.
Κα
σ μ καρυδώνουνε μουνοχο σκλάβο
ο
μερικάνοι, γ ν βλαστημάω τ Σλάβο. (Πώς μας θέλει η «Αληθής Δημοκρατία»)
Ο Βάρναλης, έχοντας απέναντι του έναν καιρό που σαν το υνί άργασε το σώμα των αγνότερων (τον ίδιο πάντοτε καιρό θαρρώ), θα γράψει ως παρακαταθήκη στον γιο (σε κάθε επίγονο) του:
Στν κόσμο γιατί σ᾿ φερα; ν μο μοιάσεις
κυνηγημένος θά
σαι λοζως
νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ροφος)
θ
σαλτάρεις στ δρόμο «διαλαθν»
π᾿ τ παραθυράκι τ᾿ ποπάτου,
μ᾿ λλουνος «ες τν συνήθη τόπον»
θ
σ καρφώσουν γνωστον μ᾿ γνώστους
μ
χέρια λληνικ ντουφέκια ξένα,
χωρ
ς νομα, πς κα πο. Ο προδότες
θ
᾿ παγορεύουν κα τ κόλλυβά σας.
ν μως δ μο μοιάσεις, ντροπ
καταδικιά μου θά
ναι, χι δικιά σου.
Καταδότης, τσολι
ς κα μπλοκαδόρος,
σο βουλιάζεις στ σκατά, λλο τόσο
θ
βγαίνεις καθαρς κα τιμημένος.
Ο μπαρμπά Κώστας, συνοδοιπόρος στις μεγάλες πορείες δύσκολων καιρών, εξαιρετικά κουρασμένος, άφησε σε μια γωνιά το μπαστούνι (τα γόνατα του) και σε μια άλλη την πένα του κι αποχαιρέτησε τον σκληρό μα και συναρπαστικό αυτόν κόσμο στις 16 του Δεκέμβρη του 1974, λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας. Απών από τότε; Μα…Θα ξανάρθουμε… και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε… έγραψε ο Ρίτσος στην τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία: Ο ίδιος ο Βάρναλης (στο Τρεις Θάνατοι) έγραψε έναν χρόνο πριν, μιλώντας ειρωνικά για τη  θανή την δική του:
Ζηλεύω σου τ θάρρος, Καρυωτάκη,
ν
σμπαραλιάσεις τν τραν καρδιά,
κα
τν κακοτυχιά σου, λύμπιε Τάκη,
ν
σ πάρουν τ κύματα βαθιά.
Μ
πάει γελώντας Χάρος στ κατό μου,
σιχάθηκ
α τν χαρο αυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι
ν χι μέ, τ θύμησή μου πρε. (Τρεις Θάνατοι)
Μπορεί οι μνήμες να τον στοίχειωναν τον Βάρναλη αρνητικά πια, («40 χρόνια τώρα βάσανα και διωγμοί» που έγραψε κι ο Λοΐζος) αλλά η δική του μνήμη δεν στοιχειώνει, μεγαλύνει, αναβαπτίζοντας με την ουσιαστική και καθόλου ξύλινη γλώσσα της ποίησης, την απόφαση των ανθρώπων να πηγαίνουν κόντρα στους καιρούς, αποτελώντας ανάχωμα στο να μην σβήσει η προσπάθεια γι’ ανθρώπινους ανθρώπους… Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι, λέει η γνωστότερη Κινέζικη (αν κι άλλλοι την αποδίδουν στην Εβραϊή Καμπάλα) παροιμία. Αυτό έκανε μια ζωή ολόκληρη, με λόγια και πράξεις, ο μπαρμπα-Κώστας. Κι αυτή η κληρονομιά, όπως κι αν την ονομάζει κάθε εποχή και τόπος, είναι το Φως που Πάντα Καίει…

ΠΗΓΗ tvxs       Ελένη Καρασαββίδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.